- κηποφύλαξ
- κηπο-φύλαξ, ακος, ὁ, Gartenwächter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κηποφύλακας — ο (Μ κηποφύλακας και κηποφύλαξ, ακος) αυτός που φροντίζει ή φυλάγει τον κήπο, κηπουρός … Dictionary of Greek